Στην πόλη του Χάνδακα ο συνοικισμός των λεπρών, η Μεσκινιά, η σημερινή δηλαδή Χρυσοπηγή, θα πρέπει να διαμορφώθηκε μετά το 1717. Τότε ο Τούρκος Γενικός Διοικητής του νησιού έδωσε εντολή στον καδή και στον αγά των γενίτσαρων να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν τους λεπρούς της πόλης και να βρουν κατάλληλο χώρο εκτός της πόλης για να τους εγκαταστήσουν. Το έγγραφο που είχε στείλει ο Μεχμέτ πασάς, όπως λεγόταν ο Τούρκος αξιωματούχος, στις 3 Σιεβάλ 1129 (1717). Το 1884, τρεις γιατροί, ο μετέπειτα πρώτος πρωθυπουργός της Κρήτης Ιωάννης Κ. Σφακιανάκης, πληρεξούσιος της συνέλευσης, ο Ιωάννης Τσουδερός, γενικός αρχηγός του τμήματος Ρεθύμνης και ο Ι. Βωμ, εισηγήθηκαν τη δημιουργία λεπροκομείου σ’ ένα από τα ερημονήσια που βρίσκονται κοντά στη Σητεία: σε κάποιο από το σύμπλεγμα των Διονυσάδων ή το Κουφονήσι. Η πρόταση έγινε δεκτή από τη Γ.Σ., που ψήφισε και πίστωση 300.000 γροσίων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Το 1903 η Κρητική Πολιτεία επέλεξε τελικά τη Σπιναλόγκα ως τόπο απομόνωσης των ασθενών. Οι πρώτοι λεπροί εγκαταστάθηκαν στο νησί στις 13 Οκτωβρίου 1904. Ήταν 251 ασθενείς, 148 άνδρες και 103 γυναίκες. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957 και οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
Η λέπρα στην Κρήτη είναι μια υπόθεση που χάνεται στα βάθη των χρόνων του αρχαίου κόσμου. Δεν αποκλείεται η πρώτη μόλυνση να μεταφέρθηκε στο νησί από τις επαφές των εμπόρων με τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικες. Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν και πλέον αποδείχτηκε ότι η ασθένεια ήταν ιάσιμη και δεν θεωρείτο μεταδοτική, αποτελούσε ένα μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα για την Κρήτη. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν το νησί από τα τέλη του 17ου αιώνα, μετά δηλαδή την κατάκτηση του από τους Τούρκους, στα 1669, ανέφεραν όλοι την ύπαρξη λεπρών. Σε μερικές περιπτώσεις έκαναν λόγο για μεγάλο πληθυσμό, διάσπαρτο στις πόλεις και σε χωριά, απομονωμένο όμως από τους υπόλοιπους κατοίκους. Στην πόλη του Χάνδακα ο συνοικισμός των λεπρών, η Μεσκινιά, η σημερινή δηλαδή Χρυσοπηγή, θα πρέπει να διαμορφώθηκε μετά το 1717. Τότε, γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο έργο του «Χάνδαξ, ιστορικά σημειώματα», που εκδόθηκε το 1927, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής του νησιού έδωσε εντολή στον καδή και στον αγά των γενίτσαρων να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν τους λεπρούς της πόλης και να βρουν κατάλληλο χώρο εκτός της πόλης για να τους εγκαταστήσουν. Στο έγγραφο που είχε στείλει ο Μεχμέτ πασάς, όπως λεγόταν ο Τούρκος αξιωματούχος, στις 3 Σιεβάλ 1129 (1717), αναφερόταν:
«Ελλόγιμε Ιεροδίκα του Χάνδακος και εξοχώτατε Αγά Σεκσουντζή Μπασί.
Επειδή οι έτι και νυν εκτός της πόλεως και εις διάφορα μέρη αυτής διαμένοντες λεπροί, παρακωλύουν και προκαλούν δια της παρουσίας των την αηδίαν των άλλων δούλων του θεού, δια τούτο δέον να γίνη επισταμένη έρευνα και επιθεώρησις, και οπουδήποτε ευρίσκονται τοιούτοι να περισυλλεχθούν και αποσταλούν εις άλλο κατάλληλον μέρος εκτός του φρουρίου.
Λόγω της σοβαρότητος του πράγματος εφιστώμεν την προσοχήν υμών, όπως καταλάβητε πάσαν φροντίδα και μη παραμένη ουδείς εκ των λεπρών τούτων από σήμερον και εις το εξής εντός της πόλεως.
Εντελλόμεθα δε, όπως καθ’ ον νόμιμον τρόπον εκτίθεται ανωτέρω και χάριν της ασφαλείας των άλλων συνδημοτών και απαλλαγής αυτών από τους ως είρηται λεπρούς, γίνη επισταμένη έρευνα και περισυλλογή αυτών, δια να μη μείνη ούτε εις εκ τούτων από σήμερον και εις το εξής εντός της πόλεως, άπαντες δε να αποβληθούν εκ του φρουρίου και εγκατασταθούν εις άλλο κατάλληλον μέρος εκτός της πόλεως.
Επί τούτοις εφιστάται η προσοχή και μέριμνα υμών προς ακριβή εφαρμογήν της παρούσης».
Το έγγραφο υπάρχει στο Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου.
Ίσως τότε εντοπίστηκε η Μεσκινιά, που βεβαίως ήταν έξω από τον Χάνδακα την εποχή εκείνη. Αυτός ήταν ο συνοικισμός των λεπρών της περιοχής, που ονομάστηκαν έτσι μεσκίνηδες. Αυτός δεν ήταν ο μοναδικός οικισμός των λεπρών στην Κρήτη. Ανάλογες θέσεις διαμορφώθηκαν στις πόλεις των Χανίων και του Ρεθύμνου, αλλά και στο «Πετροκεφάλι», έξω από την Ιεράπετρα. Παράλληλα μικρότεροι οικισμοί ασθενών υπήρχαν και σε περιοχές της υπαίθρου. Οι λεπροί, φτωχοί και απόλυτα περιθωριοποιημένοι, σχεδόν καταδιωγμένοι άνθρωποι, αναγκάζονταν να γίνονται επαίτες για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό προκαλούσε νέα προβλήματα, καθώς το κυνηγητό συνεχιζόταν αφού οι υγιείς Κρήτες πίστευαν ότι και μόνο που θα ανέπνεαν τον ίδιο αέρα με τους ασθενείς συμπατριώτες τους θα αρρώσταιναν κι οι ίδιοι… Έτσι το 1884, την εποχή ακόμη της Τουρκοκρατίας, η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποφάσισε να δώσει λύση στο πρόβλημα εισηγούμενη στον Τούρκο Γενικό Διοικητή Ιωάννη Φωτιάδη πασά, τον πρώτο χριστιανό που τοποθετήθηκε στη θέση αυτή σε εφαρμογή της Σύμβασης της Χαλέπας, τη δημιουργία ενός οικισμού αποκλειστικά για τους λεπρούς. Ο πασάς ανέθεσε το χειρισμό του προβλήματος σε τρεις γιατρούς, τον μετέπειτα πρώτο πρωθυπουργό της Κρήτης Ιωάννη Κ. Σφακιανάκη, πληρεξούσιο της συνέλευσης, ήδη, τον Ιωάννη Τσουδερό, γενικό αρχηγό του τμήματος Ρεθύμνης και τον Ι. Βωμ, οι οποίοι του παρουσίασαν εισήγηση για συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ανάμεσα στ’ άλλα πρότειναν τη δημιουργία οικισμού μόνο για λεπρούς, με τη διαμόρφωση κατάλληλων υποδομών, και παράλληλα λεπροκομείου. Εισηγήθηκαν και άλλα μέτρα ώστε η ζωή των ασθενών να γίνει ανθρώπινη και να μην αντιμετωπίζονται ως κατώτερα πλάσματα. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τέθηκε θέμα σωστής συμπεριφοράς απέναντι στους ανθρώπους αυτούς, αλλά και οργανωμένης προσέγγισης του προβλήματός τους από την τότε πολιτεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι τρεις γιατροί εισηγήθηκαν τη δημιουργία του λεπροκομείου σ’ ένα από τα ερημονήσια που βρίσκονται κοντά στη Σητεία: σε κάποιο από το σύμπλεγμα των Διονυσάδων ή το Κουφονήσι. Η πρόταση έγινε δεκτή από τη Γ.Σ., που ψήφισε και πίστωση 300.000 γροσίων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Η ίδρυση του οικισμού στη Σπιναλόγκα
Με την εγκαθίδρυση της Κρητικής Πολιτείας, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις της πρώτης Κρητικής Βουλής του 1901 ( αυτή που εξελέγη το 1899 ήταν συντακτική) τέθηκε και πάλι το θέμα. Σε συνεδρίαση στα τέλη Μαΐου εκείνης της χρονιάς οι βουλευτές Ιωάννης Μυλωνογιαννάκης (Σφακίων) και Εμμανουήλ Αγγελάκης έθεσαν το θέμα της διαχείρισης του προβλήματος. Από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων διαβάζουμε ότι οι δύο πληρεξούσιοι κατέθεσαν κοινή πρόταση στην οποία ανέφεραν: «Προτείνομεν εις την Βουλήν, ίνα μεριμνήση περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών και απαλλάξη ούτω τον τόπον της φοβεράς αυτής μάστιγος αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δια λόγους φιλανθρωπίας βελτιώση την θέσιν των δυστυχών αυτών, οίτινες διατελούσιν υπό βιωτικάς και υγιεινάς συνθήκας φρικώδεις». Πράγματι λίγες ημέρες αργότερα το θέμα συζητήθηκε και για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα της δημιουργίας λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα, την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της. Παράλληλα συζητήθηκε η πρόταση για τις Διονυσάδες. Τελικά τον Ιούλιο ψηφίστηκε από τη βουλή ο νόμος «Περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών», και το 1903 αυτός που προέβλεπε την εγκατάστασή τους στη Σπιναλόγκα, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1904. Οι πρώτοι λεπροί εγκαταστάθηκαν στο νησί στις 13 Οκτωβρίου 1904. Ήταν 251 ασθενείς, 148 άνδρες και 103 γυναίκες. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957 και οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Σήμερα, αναδημοσιεύουμε και την αναφορά που έκαναν τον 1884 οι Ι. Κ. Σφακιανάκης, Ι. Τσουδερός και Ι. Βωμ, και η οποία είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στην εφημερίδα «Κρήτη» της Γενικής Διοικήσεως.
Η έκθεση των γιατρών Ι.Κ. Σφακιανάκη, Ι. Τσουδερού, Ι. Βωμ στον Γενικό Διοικητή Κρήτης Ι.Φωτιάδη πασά, το 1884
“Προς την Γενική Διοίκησιν Κρήτης
Εξοχώτατε,
Η Γενική Συνέλευσις των Κρητών εχορήγησεν εις τινα των προηγηθεισών αυτής Συνόδων, πίστωσιν 300.000 γρ. προς σύστασιν λεπροκομείων· η δε Υμ. Εξοχότης προσεκάλεσε υμάς να γνωμοδοτήσωμεν περί της καταλλήλου διαθέσως των χρημάτων τούτων.
Η συνέλευσις προέβη βεβαίως εις την απόφασιν ταύτην, πρώτον μεν χάριν του κοινού συμφέροντος, όπως, δια του αποχωρισμού των αρρώστων, εμποδισθή, εις δυνατόν η περαιτέρω εξάπλωσις της νόσου και εκριζωθή μετά τινα χρόνον από της νήσου. Επειτα δε και εξ αισθήματος φιλανθρωπίας, όπως εν τοις καθιδρύμασι τούτοις ευρίσκωσιν ανάπαυσίν τινα και περίθαλψιν άνθρωποι ανιάτως πάσχοντες υπό του δεινοτάτου και ειδεχεστάτου των νοσημάτων.
Ημέτερον λοιπόν καθήκον είναι να εξετάσωμεν ποία μέτρα πρέπει να ληφθώσι προς επίτευξιν του διπλού τούτου σκοπού.
Και καθ’ όσον μεν αφορά τον σκοπόν της κοινής ασφαλείας, ούτος προϋποθέτει ότι οι λεπροί διαβιούντες μεταξύ υμών, δύναται να μεταδώσωσιν εις ημάς το νόσημα των και ότι η λέπρα μόνον ή κυρίως δια μεταδόσεως εξαπλούται και διαωνίζεται.
Κατά δύο δε τρόπους να γίνη τοιαύτη μετάδοσις, δια μολυσμού και δια κληρονομίας.
Η δια μολυσμού μετάδοσις της λέπρας επιστεύετο από των αρχαιοτάτων χρόνων και σήμερον δ’ ακόμη είναι ερριζωμένη παρά τω ημετέρω λαώ τοιαύτη πεποίθησις. Εν τω Μωσαϊκώ Νόμω περιέχονται λεπτομερείς διατάξεις περί αποχωρισμού και αυστηράς απομονώσεως των λεπρών, ο δε υπ’ αυτού χαρακτηρισμός της λέπρας ως νοσήματος ακαρθάτου συνετέλεσεν ίσως πολύ να ριζωθή παρά τοις χριστιανοίς η πίστις εις το μολυσματικόν αυτής και υπηγόρευσε κατά τον μεσαίωνα αυστηρότητα και βάρβαρα κατά των λεπρών μέτρα, λείψανα των οποίων εφαρμόζονται και σήμερον ακόμη παρ’ υμίν. Εν τη δυτική δηλ. Ευρώπη η νόσος έλαβε χαρακτήρα μεγάλης επιδημίας κατά τους χρόνους των σταυφοροριών, έφθασε δε εις μεγίστην ακμήν κατά τον ΙΓ’ αιώνα, οπότε οι λεπροί τοσούτον επληθύνθησαν, ώστε δεν υπήρχε πόλις μη έχουσα προ των πυλών της εν ή και πλείονα λεπροκομεία. Εν μόνη τη Γαλλία υπήρχον υπέρ τα δισχίλια, καθ’ όλην δε την Ευρώπην περί τα εικοσάκις σχίλια.
Ο φόβος του δια της λέπρας μολυσμού ήτο τουσούτος κατά την εποχήν εκείνη, ώστε αυστηροτάτοι νόμου εξεδόθησαν κατά των δυστυχών αρρώστων. Πας λεπρός, βεβαιουμένου του νοσήματός του, παρεδίδετο εις την εκκλησιαστικήν αρχήν, ο ιερεύς μετέβαινε κατ’ οίκον αυτού και τον οδήγει, προπορευομένου του σταυρού, μετά ψαλμωδίας εις την Εκκλησίαν, ένθα εψάλλετο επ’ αυτού η νεκρώσιμος ακολουθία, μετά το πέρας της οποίας ο ιερεύς έρριπτεν εις τους πόδας του δράκα χώματος και ο ασθενής εθεωρείτο εις το εξής “νεκρός εν τοις ζώσι” και ενεκλείετο δια παντός εις το λεπροκομείον. Ενιαχού ή εκ του λεπροκομείου έξοδος ετιμωρείτο δια θανάτου, προ της θύρας δε του καταστήματος υπήρχε διαρκής εστημένη αγχόνη προς πρόχειρον εκτέλεσιν της ποινής. Εν Σκωτία υπήρχε νόμος, καθ’ ον πάσα λεπρά γυνή, τεκνοποιούσα, κατεδικάζετο να καή μετά του τέκνου της.
Από του ΙΓ’ αιώνος η νόσος ηλλατούτο βαθμηδόν εν Ευρώπη, περί δε τα τέλη του ΙΖ’ τα λεπροκομεία εκενώθησαν, ή κατελήφθησαν υπό αναπήρων και οκνηρών, μέχρις ου τέλος, εξαληφθείσης της λέπρας, διελύθησαν και η περιουσία των αφιερώθη εις άλλους σκοπούς. Την σήμερον δε διατηρείται ακόμη Εν Ευρώπη μόνον εν Νορβηγία, Ισπανία, τη νοτίω Γαλλία,εις τα Βαλτικά και τα κατά την μαύρην θάλασσαν παράλια της Ρωσσίας και εις τας Ελληνικάς νήσους, ιδία δε την Κρήτην. Εκτός δε της Ευρώπης εις πολλά μέρης της Ασίας και της Αφρικής της βορείου και νοτίου Αμερικής και της Πολυνησίας.
Και το μεν πολύ του λαού εξακολουθεί ακόμη και σήμερον να πιστεύη εις την μεγίστην μολυσματικήν δύναμιν της λέπρας. Η πίστις όμως αύτη ήρχισε να κλονίζηται παρά τοις ιατροίς, άμα επιχείρησαν ούτοι να μελετήσωσι προσεκτικώτερον το κατά την νόσον και επί τέλους υπερίσχυσε παρά τοις πλείστοις αυτών η εναντία ιδέα, ότι δηλ. η λέπρα δεν είναι μολυσματική. Η τροπή αύτη εξεδηλώθη προ πάντων δια της ερεύνης, την οποίαν ενήργησε διαταγή της Κυβερνήσεως ο εν Αγγλία Βασιλικός Σύλλογος των ιατρών. Επιτροπή ειδημονεστάτων ανδρών, επιφορτισθείσα υπό του Συλλόγου τούτου να μελετήση τα κατά την λέπραν, απέστειλεν εις πάντα τα μέρη της γης, ένθα, η νόσος απαντάται, εγκύκλιον δι’ ης απεηυθύνετο εις τους κατά τόπους ιατρούς σειρά ερωτήσεων, αναγομένων εις τα κατά την λέπραν. Αι πολυάριθμοι δε απαντήσεις και πληροφορίαι, τας οποίας ούτω συνέλεξαν, εδημοσιεύθησαν υπό της Αγγλικής Κυβερνήσεως εν έτει 1867 εις ίδιον βιβλίον, περιέχουσαι και τα συμπεράσματα, τα οποιά μετά εβριθή αντιπαραβολήν και εξέλεγξιν των διαφόρων παρατηρήσεων και γνωμών, εξήγαγεν η Επιτροπή.
Περί του μολυσματικού λοιπόν της λέπρας η επιτροπή αποφαίνεται ως εξής: “Η γενική σχεδόν πεποίθησις των πλείστων πεπειραμένων ιατρών πάντων μερών της γης αντίκεται όλων εις την δόξαν, ότι η λέπρα είναι μολυσματική, τουτέστι, ότι μεταδίδεται δια προσεγγίσεως, ή επαφής των αρρώστων. Τα ολίγα παραδείγματα, όσα προυτάθησαν προς υποστήριξιν του εναντίον, ή στηρίζονται επί ατελούς παρατηρήσεως, ή αναφέρονται άνευ των αναγκαίων λεπτομερειών, ώστε δεν δύνανται να μεταβάλωσι το ανωτέρω συμπέρασμα”.
Η ετυμηγορία αύτη εφαίνετο, ότι έλυεν οριστικώς το μέγα ζήτημα περί του μολυσματικού της λέπρας, τοσούτω μάλλον όσω και ότε βραδύτερον ιατροί τινες ηθέλησαν να προσβάλλωσι το κύρος αυτών, δια προσαγωγής νέων παρατηρήσεων, ο αυτός Σύλλογος των ιατρών, τη προσκλήσει της κυβερνήσεως, και πάλιν απεφάνθη, ότι και μετά τας νέας παρατηρήσεις δεν υπήρχε λόγος αποχρών, όπως τροποποιηθή η πρώτη απόφασις.
Αμέσως όμως κατόπιν, ήτοι έν έτει 1860, εδημοσιεύθησαν οι παρατηρήσεις του J. HANSEN, ιατρού εν τινι Νορβηγικώ λεπροκομείω. Ο ιατρός ούτος ανεκάλυψε παρασιτούντα εντός των φυμάτων και άλλων οργάνων του σώματος των λεπρών μικροσκοπικπόν τινα στοιχειωδέστατον οργανισμόν, τον ονομασθέντα BACILLUS LEPRAE, ή λεπρικόν ραβδίον, εις ο και απεδόθη η παραγωγή της νόσου. Η ύπαρξις του παρασίτου τούτου εβεβαιώθη βραδύτερον και υπό άλλων φυσιοδιφών, Γερμανών και Γάλλων, ώστε περί της υπάρξεως αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία. Αβέβαιον μόνον είναι, εάν το παράσιτον τούτο παράγη πράγματι την νόσον, ή εάν απεναντίας τούτο παράγεται υπό του νοσούντος οργανισμού, διευκολύνοντος την ανάπτυξίν του. Η αβεβαιότης δ’ αύτη είναι δεδικαιολογημένη, κατά τοσούτον μάλλον, καθόσον αι γενόμεναι μέχρι σήμερον απόπειραι προς παραγωγήν της λέπρας επί πιθήκων και άλλων ζώων, δια του εμβολιασμού του λεπρικού ραβδίου, δεν ετελεσφόρησαν. Και τα μεν επιχειρήματα, επί των οποίων ο Βασιλικός Σύλλογος των ιατρών εστήριζε την περί του μη μολυσματικού της λέπρας ετυμηγορίαν του ως πηγάζοντα εκ παρατηρήσεων οπτικών, δεν αποβάλλουσι την δύναμίν των δια της ανακαλύψεως των λεπρικών ραβδίων, άτινα μένουσι μέχρι του νυν απλώς υποθετικά αίτια της νόσου. Οπωσδήποτε όμως η ανακάλυψις αύτη, σύμφωνος και με το από τινος χρόνου εν τη ιατρική επικρατήσαν πνεύμα, του ζητείν πανταχού και εν πάσαις ταις νόσοις ως αιτίας παρασιτικούς οργανισμούς, ενίσχυσε πάλιν την σχεδόν εγκαταλειμένην δόξαν περί του μολυσματικού της λέπρας, δια μεταδόσεως από ανθρώπου εις άνθρωπον των λεπρικών ραβδίων.
Αλλά τούτο τουλάχιστον διατελεί εκτός πάσης αμφιβολίας, ότι και αν η λέπρα υποτεθή μολυσματική, η μετάδοσίς της γίνεται πολύ δυσκόλως. Διότι πανταχού παρετερήθη, ότι άνθρωποι υγιείς κατοικούντες μεταξύ λεπρών και καθ’ εκάστην μετ’
αυτών συναναστρεφόμενοι μένουσι και μετά μακράν σειράν ετών απρόσβλητοι υπό της νόσου. Ομοίως παρετηρήθη εις πολλά λεπροκομεία, ότι υγιείς νοσοκόμοι, εν αυτοίς διαμένοντες και επί πολλά έτη θεραπεύοντες τους λεπρούς ή πλύνοντες τα ενδύματα αυτών διέμεινον υγιείς. Και το δη σπουδαιόττατον, σύζυγοι υγιείς συνεζευγμένοι μετά λεπρών, και μετ’ αυτών τεκνοποιούντες παρεμένουσι μέχρι τέλους αβλαβείς.
Αλλ’ αν κατά ταύτα, η λέπρα ουδόλως ή δυσκόλως μεταδίδεται δια μολυσμού, κληροδοτείται όμως από του γονέως εις τα τέκνα, ή τους εγγόνους. Περί τούτου συμφωνούσι πάντες οι ιατροί. Πολλοί μάλιστα δοξάζουσιν, ότι μόνον κατά τούτον τον τρόπον δύναται να μεταδοθή το νόσημα και ότι εις όσας περιστάσεις ο πατήρ και η μητήρ του λεπρού ήσαν ομολογουμένως υγιείς την ασθένειαν μετέδωκεν ο πάππος ή ο πρόπαππος. Διότι παρετερήθη, ότι η λέπρα δύναται, υπερπηδούσα δύο και τρεις γενεάς, να αναφανή εις την επομένην, οπότε, δια το μήκος του παρελθόντος χρόνου, εξαλείφεται η μνήμη του λεπρου προγόνου και επομένως η προκειμένη νόσος φαίνεται αυτόματος.
Αλλά και αν δεν αληθεύη εντελώς η θεωρία αύτη βέβαιον όμως είναι ότι πλείστοι των υπό λέπρας πασχόντων φέρουσι μεθ’ εαυτών λανθάνουσιν την νόσον εν κοιλίας μητρός. Καθόσον δ’ αφορά τα παραγωγικά αίτια της λέπ-ρας, εκτός των προειρημένων λεπρικών ραβδίων, άλλοι άλλα αναφέρουσι. Και οι μεν αποδίδουσιν αυτήν εις την φύσιν του εδάφους, έτεροι εις το κλίμα, άλλοι εις το δείνα ή δείνα είδος της τροφής, εις το πόσιμον ύδωρ, εις την δίαιταν, εις την ρυπαρότητα και τα λοιπα. Αλλά παρατηρών τις την εις τοσούτους τόπους της γης εξάπλωσιν της νόσου και την μεγάλην και πολλάκις ριζικήν διαφοράν των τόπων τούτων, καθόσον αφορά το έδαφος, το κλίμα, την τροφήν των κατοίκων και την δίαιταν αυτών, πείθεται, ότι ουδέν των αιτιών τούτων παράγει αυτό καθ’ ευατό την νόσον.
Τούτο δε μόνον το γενικόν συμπέρασμα δύναται να εξαχθή εκ της τοιαύτης παρατηρήσεως, ότι η διαρκής χρήσις οιουδήποτε είδους κακής τροφής, ή περί το σώμα, τα ενδύματα και τας κατοικίας ρυπαρότης υποβοηθεί την ανάπτυξιν της λέπρας.
Συγκεφαλαιούντες τα ανωτέρω εξάγομεν ότι:
α) Η λέπρα πολύ δυσκόλως μεταδίδεται δια μολυσμού
β) Η λέπρα συνηθέστατα μεταδίδεται δια κληρονομίας
γ) Την ανάπτυξιν της λέπρας διευκολύνει η εν γένει κακή δίαιτα
Εκ των πορισμάτων τούτων οδηγούμενοι εξετάσωμεν ήδη τι πρέπει και τι δύναται να γίνη εν Κρήτη προς εκπλήρωσιν της εν αρχή μνημονευθείσης επιθυμίας της Γενικής Συνελεύσεως, τουτέστι της προφυλάξεως των υγιών και της περιθάλψεως των πασχόντων υπό λέπρας.
Καθόσον αφορά την προφύλαξιν των υγιών, το προς τούτο λυσιτελέστερον, συγχρόνως δε και δημοτικώτερον μέτρον είναι βεβαίως ο αποχωρισμός των λεπρών. Και το μεν ειδεχθές της νόσου και η πατροπαράδοτος προς τους λεπρούς αποστροφή αναγκάζει συνήθως τους δυστυχείς τούτους, όταν φανερωθή η νόσος των να αποφεύγωσι την μετά των ανθρώπων κοινωνίαν, να απομακρύνωνται οικειοθελώς από των χωρίων των και να ζώσιν εις μέρη μεμονωμένα και απόκεντρα, ή να προσέρχωνται εις την κοινωνίαν των άλλων ομοιοπαθών εις τα λεγόμενα Μισκηνοχώρια. Και μη θέλοντες δε τυχόν βιάζονται προς τούτο υπό των κατοίκων. Απομόνωσίς τις λοιπόν, ήδη εφαρμόζεται. Αλλ’ όμως πολλοί κατορθώνουσι να διαμένωσι, κρυπτόμενοι εν τοις χωρίοις, μάλιστα κατά τα πρώτα έτη της νοσήσως των οπότε δεν παρουσιάζομεν ακόμη τας βραδύτερον αναπτυσσομένας ειδεχθείς εξελκώσεις του προσώπου και των μελών. Και ο μεν κίνδυνος του να μεταδώσωσιν ούτοι δια μολυσμού την νόσον εις τους υγιείς συμπολίτας των δεν είναι όσον πιστεύεται μέγας, ως είδομεν προηγούμενως· υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην οι εν τοις χωρίοις λανθάνοντες λεπροί δεν θα ήσαν λίαν επικίνδυνοι. Και όμως ούτοι κυρίως συντελούσιν εις την μετάδοσιν του νοσήματος, συζευγνύμενοι και τεκνοποιούντες και διαιωνίζοντες ούτω την λέπραν δια της εις τα τέκνα και τους εγγόνους μεταβιβάσεως. Εκτός λοιπόν του αποχωρισμού, αναγκαιότατον είναι και το μέτρον της απαγορεύσεως του γάμου και της παρακωλύσεως της μεταξύ των φυλών επιμιξίας παρά τοις λεπροίς. Οχι δε μόνον οι λεπροί, αλλά και τα τέκνα αυτών έπρεπε να κωλύονται του γάμου διότι, και υγιά αν φαίνωνται, δύνανται να μεταδώσωσι τη εν αυτοίς λανθάνουσαν ίσως νόσον εις τους εγγόνους των.
Τέλος πρέπει να ληφθή φροντίς, όπως εισαχθή παρά τω λαώ έξις καθαριότητος περί τε το σώμα, την κατοικίαν, την τροφήν και την λοιπήν δίαιτα. Και τούτο μεν θα κατορθώση προ πάντων η βαθμηδόν αυξάνουσα ευημερία και ημέρωσις των κατοίκων. Κατά πολύ όμως δύναται να συντελέση και η κατάλληλος νουθεσία και διαφώτισις ιδία εκ μέρους των διδασκάλων. Και ταύτα μεν απαιτούνται προς φύλαξιν των υγιών. Αλλ’ εάν η κοινωνία έχη δικαίωμα να απαιτήση παρ’ αριθμού τινος των μελών της να θυσιάσωσι την προσωπικήν των ελευθερίαν και χωριζόμενοι των συγγενών και φίλων να ταφώσιν ούτως ειπείν πριν να αποθάνωσι χάριν της ασφαλείας των, ή αύτη κοινωνία έχει βεβαίως και το καθήκον να φροντίση τουλάχιστον, όπως η αναγκαία, αλλά βαρυτάτη αύτη ποινή η εις αθώους επιβαλλομένη, μη επιβαρυνθή άνευ ανάγκης δια στερήσεων και κακουχίας. Εν ενι λόγω η κοινωνία οφείλει να υποβληθή και αύτη εις τινας προς περίθαλψιν των λεπρών. Κατά τους πιθανοτέρους υπολογισμούς ο αριθμός των εν Κρήτη λεπρών ανέρχεται εις 800 περίπου. Πρέπει λοιπόν να οικοδομηθώσι τέσσερα τουλάχιστον ευρύχωρα λεπροκομεία όπως έκαστον εξ αυτών δυνηθή να περιλάβη περί τους 200 ασθενείς. Εκτός δε τούτου, περί έκαστον οικοδόμημα πρέπει να υπάρχη ικανή έκτασις εδάφους, όπως δύνανται οι άρρωστοι να κινώνται οπωσούν ελευθέρως, να ασχολώνται δε και οι δυνάμενοι εξ αυτών εις διαφόρους εργασίας, καθόσον παρετηρήθη ότι οκνηρία και η αεργία έχει επιβλαβή επί του νοσήματος επιρροήν, εκτός του ότι καθιστά τους αρρώστους απειθείς και προς έριδας και κακουργίας επιρρεπείς. Η δαπάνη όμως προς οικοδομόν τοιούτων λεπροκομείων και προς αγοράν της περιοχής αυτών θα ήτο τοσαύτη, ώστε αμφίβολον είναι αν δύναται να την υποστή το Κρητικόν Ταμείον. Λαμβανομένης υπ’ οψει της σημερινής τιμής του εδάφους και της εργασίας έκατον λεπροκομείον θα απαιτήση δαπάνην 4 περίπου χιλιάδων λιρών.
Υπολογιζομένης δε της προς διατροφήν και ενδυμασίαν των λεπρών και διοίκησιν των καταστημάτων αναγκαίας δαπάνης εις μίαν λίραν κατά μήνα και κατ’ άτομον, χρειάζεται δια 800 λεπρούς ποσόν 10 τουλάχιστον χιλιάδων λιρών κατ’ έτος. Ισως μέρος του ποσού τούτου θα ήτο δίκαιον να καταβάλλωσιν οι δήμοι, αναλόγως των εις έκαστον τούτων ανηκόντων λεπρών. Αλλά και ούτω το υπολειπόμενον θα ήτο ακόμη υπέρογκον και δυσανάλογον προς τους πόρους του δημοσίου ταμείου.
Προτείνουσί τινες να δημεύηται των αρρώστων η πειρουσία ή να εκμισθούται υπό του ταμείου των λεπρών. Αλλά τούτο θα ήτο και άδικον και ακατόρθωτον.
Αδικον μεν διότι τα τέκνα των λεπρών, εκτός της απωλείας του προστάτου των, θα εστερούντο και της περουσίας των. Ακατόρθωτον δε διότι οι άρρωστοι, γνωρίζοντες την τύχη, ήτις τους αναμένει, θα εφρόντιζον εγκαίρως να απαλλοτριώσωσιν ή να μεταβιβάσωσι την περιουσίαν των.
Η δαπάνη της οικοδομής θα ήτο ίσως κατά τη μικροτέρα, εάν οι λεπροί συνωκίζοντο εις μίαν ή δύο των παρακειμένων νησίδων, ως παραδείγματος χάριν, εις Κουφονήσιον ή εις Διονυσάδες, αίτινες είναι ιδιοκτησία της Κυβερνήσεως και δεν ήτο ανάγκη να αγορασθώσιν. Ο τοιούτος επί των νησιδίων συνοικισμός παρουσιάζει και άλλα πλεονεκτήματα. Διότι ενώ αφ’ ενός απομόνωσις επιτυγχάνεται δι΄αυτού εντελεστάτη, αφ’ ετέρου ο περιορισμός των αρρώστων καθίσταται εις αυτούς, ήκιστα επαχθής, διότι δεν θα είναι ανάγκη να φυλάττωνται ως δεσμώται, αλλά θα δύνανται να περιφέρωνται ακωλύτως επί της νήσου των, να ασχολώνται δε εις καλλιέργειαν αυτής και εις άλλας εργασίας. Αντί τούτου όμως η ετησία δαπάνη θα απέβαινε μεγαλυτέρα, ένεκα των εξόδων της μεταφοράς, της εποπτείας κ.τ.λ.
Ενώπιον της σχετικής υπερόγκου ταύτης δαπάνης, εις την οποίαν πρόκειται να υποβληθή ο τόπος, εγείρετο σπουδαίον ζήτημα. Υπάρχει άρα γε βεβαιότης να εξαλειφθή μετά την εφαρμογήν των ανωτέρω μέτρων, η επάρατος νόσος από της νήσου; Δυστυχώς εις το ερώτημα τούτο δεν δύναται να δοθή καταφατική απάντησις. Δια τούτο δε τοσούτο ριζικά μέτρα ουδαμού των υπό της λέπρας μαστιζομένων και ευνοουμένων χωρών εφαρμόζονται, καθόσον γνωρίζομεν σήμερον.
Μόνον δε λεπροκομεία καλώς οργανωμένα ιδρύθησαν εις τινα μέρη όπου καταφεύγουσιν οι βουλόμενοι εκ των λεπρών ή οι συλλαμβανόμενοι επαιτούντες, ή οι πάσχοντες υπό λίαν προκεχωρημένου νοσήματος. Και αυτή δε η απαγόρευσις του γάμου προταθείσα προ ετών εν τω Νορβηγικώ Κοινοβουλίω απερρίφθη δια μικράς πλειοψηφίας. Εν γένει δε η νομοθετική εξουσία των πεπολιτισιμένων χωρών, μ’ όλας τας παροτρύνσεις, δυσκολεύεται να θεσπίση μέτρα κατανογκαστικά και περιοριστικά της ελευθερίας του ατόμου, διότι η επιστήμη δεν δύναται να βεβαιώση θετικώς, ότι ταύτα θα ώσι τελεσφόρα, δηλαδή ότι δι’ αυτών θα εξαλειφθή η νόσος.
Ισως όμως η Κρητική Συνέλευσις υποστηριζομένη υπό της κοινής γνώμης του τόπου, θελήση να φανή τολμηροτέρα και να νομοθετήση δε τα ανωτέρω προτεινόμενα κατά της νόσου μέτρα, να αναλάβη δε την προς εκτέλεσιν αυτών αναγκαίαν δαπάνην. Εν τοιαύτη περιπτώσει δύναται, επί του παρόντος να χορηγήση πίστωσιν 15.000 λιρών, προς ανέγερσιν των λεπροκομείων. Εν τω μεταξύ δε να παρασκευασθή σχέδιον Κανονισμού περί εξευρέσως και αποχωρισμού των λεπρών, περί οργανώσεως και διοικήσεως των λεπροκομείων, περί προλήψεως της τεκνοποιΐας των λεπρών, όπερ να υποβληθή εις την έγκρισιν αυτής κατά την προσεχήν Σύνοδον.
Εν εναντία περιπτώσει δύναται να ληφθώσι τα εξής προσωρινά μέτρα:
α) Να αυξηθή κατά τι το σιτηρέσιον των εν τοις λεπροκομείοις διαμενόντων, ώστε να καταστή δυνατόν να απαγορευθή εις αυτούς ή ανά τα χωρία και τας πόλεις επαιτία.
β) Να συνεννοηθή η Διοίκησις μετά των αρμοδίων θρησκευτικών αρχών, όπως εις πάσαν αίτησιν αδείας γάμου εξετάζωσι καλώς, εάν τις των μελλονύμφων είναι λεπρός, ύ ύποπτος επί λέπρα ή έαν έχη ή είχε λεπρούς γονείς, ή αδελφούς, τότε δε να μην χορηγώμεν άδειαν πριν επιθεωρήση τον ύποπτον ειδήμων της νόσου ιατρός και βεβαιώση εγγράφως, ότι δεν παρουσιάζει συμπτώματα λέπρας.
Λυσιτελές επίσης ήθελεν είσθαι, εάν και τα τέκνα και οι αδελφοί των λεπρών εκωλύοντο του γάμου μέχρι τα 30 ή 35 έτους της ηλικίας δια να δίδηται καιρός εις την νόσον, εάν λανθάνη, να φανερωθή.
Διότι είναι μεν αληθές ότι και βραδύτερον ακόμη δύναται να φανερωθή η λέπρα, αλλ’ όμως μέρος τουλάχιστον του κινδύνου θα προελαμβάνετο δια της διατάξεως ταύτης.
Γ) Καλόν θα ήτο να τυπωθή φροντίδι της Διοικήσως και να διανεμηθή δωρεάν εις τους ιερείς, διδασκάλους και λοιπούς, φυλλάδιόν τι περιέχον συντόμους πληροφορίας περί λέπρας και οδηγίας προς αποφυγήν των υποβοηθούντων την ανάπτυξιν αυτής αιτιών.
Και ταύτα μεν περί των λεπρών. Προκειμένου δε περί μέτρων υγιεινής και θεραπευτικής, τολμώμεν να εξέλθωμεν τελευτώντες των ορίων, τα οποία μας διαγράφει ο σκοπός της παρούσης εκθέσεως και να επικαλεσθώμεν την μέριμναν της Γενικής Συνελεύσεως επί ετέρας τάξεως δυστυχών, ήτοι των υπό άλλων νοσημάτων προσβαλλομένων ενδεών συμπολιτών μας, όσοι αναγκάζονται να προσφεύγωσιν εις τα νοσοκομεία. Ενεκα της παντελούς ελλείψεως επί τούτω ωκοδομημένων κτιρίων, η δέουσα περίθαλψις και θεραπεία των πλείστων πολυτρόπως παρακωλύεται, εις τας εκ της νόσου δε αλγηδόνας των δυστυχών τούτων προστίθενται πολλάκις ενοχλήσεις εκ της ακαταλλήλου διατάξεως και διασκευής, η εκ των ελλείψεων του θεραπευτηρίου, ενίοτε δε κινδυνεύουσιν ούτοι, προς το υπάρχον νόσημα, να αποκτήσωσιν εν τω Νοσοκομείω και δεύτερον διότι πολλάκις δεν είναι δυνατόν να αποχωρισθώσιν εις ιδιαίτερα δωμάτια οι υπό κολλητικών νοσημάτων πάσχοντες άρρωστοι.
Και η φιλανθρωπία λοιπόν και η ευπρέπεια υπαγορεύουσι να ληφθή πρόνοια προς οικοδομήν ενός Νοσοκομείου εις εκάστην των τριών πόλεων. Οι δήμοι των πόλεων τούτων δαπανώσι μεν προς διατήρησιν Νοσοκομείου, δεν έχουσιν όμως τα μέσα προς οικοδομήν τοιούτου. Δεν είναι δε και δίκαιον να επιβαρύνη τους δήμους των πόλεων η τοιαύτη δαπάνη, γνωστού όντος, ότι εν τοις Νοσοκομείοις τούτοις ευρίσκουσι καταφύγιον όχι μόνον κάτοικοι των πόλεων αλλά πάντες αδιαφόρως οι προσερχόμενοι πήνητες. Αλλως τε δε και ο νόμος ορίζει ρητώς, ότι εκ του περισσεύματος των εσόδων του τόπου πρέπει να δαπανάται και προς σύστασιν Νοσοκομείου.
Η δαπάνη αύτη δεν πρέπει να θεωρηθή λίαν επαχθής, διότι θα γίνη μόνον εφ’ άπαξ. Υπάρχει ήδη διαθέσιμον εκ παρελθουσών οικονομικών χρήσεων ποσόν 3 χιλιάδων λιρών προορισθέν δια τα λεπροκομεία, όπερ δύναται να δαπανηθή υπέρ του προκειμένου σκοπού, χωρίς να αλλάξη ουσιωδώς τον προορισμόν του, καθ’ ην περίπτωσιν η Γενική Συνέλευσις αναβάλλει την επιψήφισιν οριστικών μέτρων δια τους λεπρούς. Επίσης υπάρχει διαθέσιμον και έτερον ποσόν 1.500 λιρών προορισθέν δια φάρμακα πενήντων όπερ λίαν καταλλήλως δύναται ούτω να χρησιμοποιηθή. Ωστε, προς συμπλήρωσιν, αρκεί να ψηφίση η Γεν. Συνέλευσις εκ του εφετεινού περισσεύματος μόνον 2.500 λίρας. Ουτε δε αποτελείται κεφάλαιον επτά χιλιάδων λιρών, αρκούν προς οικοδομήν ενός οποσούν ευπρεπούς και αξίου του ονόματος Νοσοκομείου εις εκάστην των τριών πόλεων.
Η Γενική Συνέλευσις θα πράξη ούτως έργον φιλάνθρωπον συντελούσα εις συντόμευσιν της θεραπείας ανθρώπων εργατικών και παραγωγικών και εις ανακούφισιν πολλών αλγεινών παθημάτων.
Υποσημειούμεθα ευσεβάστως
Ι. Βώμ
Ι. Κ. Σφακιανάκης
Ι. Τσουδερός “